- πολυσθενής
- -ές, ΝΑ, και επικ. τ. πουλυσθενής Ανεοελλ.χημ. αυτός τού οποίου το σθένος είναι πάνω από ένααρχ.αυτός που έχει πολύ σθένος, πολλή δύναμη, πολύ ισχυρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -σθενής (< σθένος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυσθενέεσσιν — πολυσθενής of great might masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσθενέος — πολυσθενής of great might masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσθενέων — πολυσθενής of great might masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σουλφαμετομιδίνη — η, Ν (χημ. φαρμ.) πολυσθενής σουλφαμίδη που δρα εναντίον τών περισσότερων θετικών και αρνητικών κατά Γκραμ σπορίων και εναντίον πάμπολλων στελεχών τα οποία είναι ανθεκτικά στα αντιβιοτικά, ασκώντας δράση μακράς διάρκειας … Dictionary of Greek
εποξειδικές ρητίνες — Συνθετικές ρητίνες που παρασκευάζονται από την αντίδραση εποξειδίου (συνήθως επιχλωρυδρίνη) με μία ουσία που περιέχει υδροξύλιο, όπως η διφαινυλοπροπάνη (ή διάνη) ή μία πολυσθενής αλκοόλη (π.χ. γλυκερόλη). Οι διανικές ε.ρ. έχουν τη μορφή είτε… … Dictionary of Greek